εκπλήττω

εκπλήττω
εκπλήττω και εκπλήσσω εξέπληξα, μτβ., προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω: Με εκπλήττει το θράσος του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκπλήττω — και εκπλήσσω, εξέπληξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐκπλήττω — ἐκπλήσσω strike out of pres subj act 1st sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 1st sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres subj act 1st sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπλήσσω — εκπλήττω και εκπλήσσω, εξέπληξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) …   Dictionary of Greek

  • δονώ — ( έω) (AM δονῶ) 1. πάλλω, τινάσσω, θέτω σε παλμική κίνηση 2. συγκινώ, συγκλονίζω αρχ. 1. παρασύρω («τὰς [ενν. βόας] οἶστρος ἐδόνησεν», Ομ. Ιλ.) 2. διαταράσσω, φοβίζω, εκπλήττω 3. (για έρωτα) εξεγείρω, ταράσσω 4. παθ. ( οῡμαι) περιστρέφομαι 5.… …   Dictionary of Greek

  • εκπεπληγμένος — η, ον βλ. εκπλήττω …   Dictionary of Greek

  • εκπεπληγμένως — βλ. εκπλήττω …   Dictionary of Greek

  • ՍԽՐԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0718 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ն. ἑκπλήττω stupefacio. Տալ սխրանլ. հիացուցանել. զարմանալի ընցայեցուցանել. եւ Զօշոտել. *Յովսէփու ընդ եգիպտուհւոյն պատերազմ զծագս տիեզերաց սխրացուցանէ. Ոսկ. կուս.: *Ո՞վ տայր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”